- ἀνελκύσεις
- ἀνέλκωdraw upaor subj act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] … Dictionary of Greek